Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της σημερινής κοινωνίας και της ζωής μέσα σε αυτή έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου.
Σε μία κεκτημένη ταχύτητα όπου αυτά που μπορείς να δεις είναι εκ των προτέρων παρατεταγμένα έτσι που μόνο την σκιά τους μπορείς να συλλάβεις, άλλωστε δεν υπάρχει υπόσταση μεγαλύτερη πέραν της σκιάς στα πράγματα που η κοινωνία σαν μόρφωμα σου επιτρέπει να δεις, σε μια τέτοια κοινωνία ο χρόνος λογαριάζεται πολύτιμος.
|
Ο πίνακας Le Principe du plaisir ή γνωστός και ως Portrait of Edward James (Η αρχή της ευχαρίστησης/Πορτραίτο του Εντουαρντ Τζέιμς) του Ρενέ Μαγκρίτ |
Το τι ακριβώς σημαίνει αυτό το πολύτιμος μπορούμε να το φανταστούμε. Κατά πως λογαριάζονται και τα δάση πολύτιμα, εφόσον έχουν πρώτα γίνει μια μάζα από κάρβουνο…
Σε αυτό τον πολύτιμο χρόνο που σαν χοάνη γεμίζεται με πάσης φύσεως σκουπίδια και που σαν αυτόματα ποτέ δεν μπαίνουμε στον κόπο να την καθαρίσουμε, η στιγμή της ζωής μας φαντάζει σαν παραίσθηση μανιακού καλλιτέχνη.
Δεν μπορείς να ζήσεις την στιγμή όταν τρέχεις πίσω από την ιδέα χρόνο για να προλάβεις την αυταπάτη σου. Και σε αυτή την πλύση εγκεφάλου που υφιστάμεθα από πολύ νωρίς, το κομμάτι εκείνου του εαυτού μας που θέλει να ονειρευτεί πίσω από τον χρόνο, έχουμε μάθει να το παραπετάμε σαν αχρείαστο, αφού έτσι και αλλιώς δεν αποφέρει λογιστικά αθροίσματα στην κενότητά μας.
Η σαν στοιχειωμένη με τρόμο απαίτηση να είσαι πρακτικός σήμαινε να αποφεύγεις να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεσαι με γνώμονα την λογική, την πειθαρχημένη λογική, εκείνη που σε περικλείει στις απόψεις των άλλων.
Δεν μπορώ να φανταστώ φτωχότερη ζωή από μια ζωή χωρίς όνειρα, χωρίς παραμύθια, χωρίς φανταστικά σύμπαντα όπου τα πάντα είναι πραγματοποιήσιμα και όλα πλάθονται σε ένα διαρκές και άχρονο τώρα. Τίποτα περισσότερο δηλαδή από αυτό για το οποίο πλαστήκαμε.
Και όμως περνάμε την ζωή μας φυλακισμένοι σε μια άκαμπτη λογική που θέλει την πραγματικότητα συμπαγή και δεδομένη, που θέλει τις ζωές μας δοσμένες και προδιαγραμμένες, που θέλει το δυναμικό μας προεξοφλημένο και μετρήσιμο.
Ονειρεύομαι σημαίνει πλέον δίνω στον εαυτό μου την δυνατότητα να κρυφοκοιτάξει για κλάσματα του δευτερολέπτου σε εκείνη την θάλασσα του αγνώστου και με μιας να γυρίσει το βλέμμα τρομαγμένο μήπως και παρασυρθεί από την απόκοσμη αύρα της.
Φοβούμαστε να γευτούμε το όνειρό μας, να αφήσουμε ελεύθερους τους εαυτούς μας να τρέξουν προς τα όνειρά τους, να ξεχάσουν την φυλακισμένη τους εκδοχή για τον κόσμο και την θεώρησή τους από την κλειδαρότρυπα για αυτόν και να ανοιχτούν στο πέλαγος του απρόσιτου και του ονειρικού.
Τα πράγματα ακολουθούν συνήθως την πορεία εκείνη που το δικό μας εσωτερικό φως μπορεί και διακρίνει, και όσο λιγότερο αυτό το φως τόσο περισσότερο αγκομαχάς πίσω από συνταγές άλλων για την ζωή, πίσω από πρέπει και επιβάλλεται, αδυνατώντας να δημιουργήσεις εσύ τα όνειρά σου και να ζήσεις εκεί.
Να γίνεις ήλιος και σελήνη, να μοιραστείς με όλα τα πλάσματα τα δώρα του θεού που σαν συμπαντικό παιδί του σου χάρισε, να γεμίσεις κάθε γνωστό και άγνωστο σύμπαν με την παρουσία σου.
Δεν υπάρχει πιο τραγική μοίρα για τον άνθρωπο, αυτό το παιδί των
ονείρων, από αυτή που του επεφύλασσε η πραγματικότητα που μέσα στην τρομώδη αϋπνία του δημιούργησε. Ξέχασε τα όνειρά του, φοβάται να ονειρευτεί, να αποδράσει από το ψεύτικο κελί του, να χαθεί σαν έκλαμψη στο πιο μακρινό σημείο του παντός, να γεννηθεί και πάλι δημιουργώντας αυτός την ζωή του.
Τα όνειρα πλέον που κάνουν οι άνθρωποι έχουν το απωθημένο της καταναλωτικής σχιζοφρένειας, όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα ονειρεύεσαι τόσο πιο μακριά από την πηγή σου αρρωσταίνεις. Άλλωστε «και όλα όσα βλέπουμε και όσα νομίζουμε, το όνειρο ενός ονείρου είναι μονάχα…».
© Αργύρης Καραβούλιας (δημοσιευμένο άρθρο σε έντυπο του ημερήσιου τύπου)